πόντος

πόντος
Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους χρόνους μετά τον Μέγα Αλέξανδρο. Προηγουμένως αποτελούσε μέρος της Καππαδοκίας και λεγόταν Καππαδοκία η προς Πόντω. Ο Π. όμως ήταν μάλλον πολιτική παρά γεωγραφική έκφραση. Έτσι λεγόταν το βασίλειο που έγινε γνωστό με το Μιθριδάτη τον Ευπάτορα (120 – 63 π.Χ.), και από τότε Π. ονομάστηκε η παραλιακή προς τον Εύξεινο χώρα, μεταξύ Παφλαγονίας και Κολχίδας. Το δυτικό μέρος του Π. το πήρε ο ηγεμόνας της Γαλατίας Δηιόταρος και ονομάστηκε Π. Γαλατικός, και το τμήμα από τον ποταμό Ίρι ως τη Φαρνακία, το παραχώρησε ο Αντώνιος στον εγγονό του Μιθριδάτη Πολέμωνα, γι’ αυτό ονομάστηκε Π. Πολεμωνιακός. Τέλος, το ανατολικό μέρος ως τον ποταμό Ύσσο, το πήρε ο Αρχέλαος της Καππαδοκίας και ονομάστηκε Π. Καππαδόκιος. Στον Π. ζούσε ο συμπαγέστερος και πυκνότερος ελληνισμός της Μικράς Ασίας. Υπολογίζεται ότι από τα 2.000.000 κατοίκους που αριθμούσε ο Π. το 1914, οι 450.000 περίπου ήταν Έλληνες. Κυριότερα αστικά κέντρα των περιφερειών του Παραλιακού Π., από τα Δ προς τα Α, με έντονη παρουσία του ελληνικού στοιχείου, ήταν τα εξής: η Σινώπη, η Πάφρα, η Σαμψούς, η Οινόη, τα Κοτύωρα, η Κερασούς, η Τρίπολη, η Τραπεζούς, η Ριζούς· στο Μεσογειακό Π., η Αμάσεια, η Τοκάτη, το Άκνταγ Μαντέν, η Σεβάστεια, η Νεοκαισάρεια, το Σεμπίν Καράχισαρ, η Αργυρούπολη. Πρέπει να σημειωθεί ότι Δ και Α της Τραπεζούντας, στις περιοχές Τόνιας (Θοανΐας) και Οφ (Όφεως), υπάρχουν ως σήμερα σε οικισμούς με ελληνικά ονόματα, ελληνόφωνοι Τούρκοι που μιλούν καθαρότατα την ποντιακή διάλεκτο και που, όπως ομολογούν και οι ίδιοι, οι προγονοί τους αλλαξοπίστησαν στα τέλη του 17ου αιώνα. Εκκλησιαστικώς, ο Π. ανήκε στις εξής έξι μητροπόλεις: Αμασείας, Κολωνίας και Νικόπολης, Νεοκαισάρειας, Ροδόπολης, Τραπεζούντας, Χαλδίας και Χεριάνων. Μορφολογία, υδρογραφία, κλίμα. Χώρα ορεινή, ο Π. διατέμνεται κατά μήκος από την οροσειρά του Παριάδρου (τουρκικά Μπαρχάλ νταγ), που είναι συνέχεια της οροσειράς του Καυκάσου και αποτελεί διαχωριστική γραμμή του Παραλιακού από το Μεσογειακό Π. Η χώρα διαρρέεται από πολλούς ποταμούς, μικρούς και μεγάλους, όπως ο Άλυς (τουρκικά Κιζίλ ιρμάκ), ο Ίρις (τουρκικάΓιεσίλ ιρμάκ), ο Δαφνοπόταμος (τουρκικά Ντεγιρμέν ντερεσί) –ο Πυξίτης των αρχαίων– ο Θερμώδων (τουρκικάΤέρμε τσάι) κ.ά. Το κλίμα των παραλίων με την πλουσιότατη βλάστηση είναι υγρό και ομιχλώδες, ενώ αντίθετα των μεσογείων, Ν του Παριάδρου, είναι ηπειρωτικό. Αξιόλογος είναι ο πλούτος του υπεδάφους, που εγκλείει κοιτάσματα άνθρακα, χαλκού, αργύρου. Από τους αρχαίους χρόνους τα μεταλλεία αποτελούσαν τον κυριότερο πλουτοπαραγωγικό πόρο των κατοίκων της περιοχής και όταν οι Τούρκοι κατέκτησαν τον Π., αναγκάστηκαν να χρησιμοποιήσουν τους Έλληνες για την εξόρυξη της μεταλλοφόρας γης, γιατί οι ίδιοι δεν είχαν την ειδικότητα αυτή: έτσι εξηγείται η παροχή προνομίων στους μεταλλουργούς. Ονομαστά ήταν τα ορυχεία αργύρου της Χαλδίας, η οποία από το 16o αι. και εξής έγινε το καταφύγιο των διωκομένων χριστιανών. Από όλα τα μέρη του Π. κατέφευγαν εκεί για να αποφύγουν τις πιέσεις των Τούρκων. Κέντρο των μεταλλευτικών εργασιών ήταν το Γκιουμουσχανέ (Αργυρούπολη). Ιστορικά στοιχεία. Συστηματικό αποικισμό του Π. άρχισαν οι Έλληνες τον 8o αι. π.Χ. Οι Μιλήσιοι, από τη Μίλητο της Ιωνίας, ιδρύουν την πρώτη αποικία στη Σινώπη. Ύστερα από δεκαετίες, η Σινώπη αποικίζει στις ανατολικές ακτές του Εύξεινου τα Κοτύωρα, την Κερασούντα και την Τραπεζούντα, ενώ η Μίλητος ιδρύει νέα αποικία, την Αμισό. Οι ελληνικές πόλεις του Π. αρχικά ήταν ανεξάρτητες. Η κάθε μια είχε δικό της πολίτευμα, σύμφωνα με το παράδειγμα της μητρόπολης. Στους χρόνους της κυριαρχίας των Περσών είχαν υποταχθεί τυπικά στο μέγα βασιλέα, διατηρούσαν όμως την εσωτερική τους αυτονομία. Mέχρι την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, οι Έλληνες κατέχουν μόνο τα παράλια· στους μετέπειτα όμως χρόνους, αρχίζουν να απλώνονται στην ενδοχώρα. Τα ημιβάρβαρα μεσογειακά έθνη υποκύπτουν στην υπέρτερη δύναμη του ελληνικού στοιχείου και εξελληνίζονται. Μεταξύ της αλεξανδρινής και της ρωμαϊκής εποχής, δημιουργείται το βασίλειο του Π., υπό τη δυναστεία των Μιθριδατών, με αλληλοδιάδοχες πρωτεύουσες στην Αμάσεια, τη Σινώπη, την Αμισό. Μεγάλη ακμή του βασιλείου παρουσιάζεται στην εποχή του Μιθριδάτη του Ευπάτορα· οι Ρωμαίοι όμως καταλύουν το κράτος του το 65 π.Χ. και μεταβάλλουν τον Π. σε ρωμαϊκή επαρχία. Οι Ρωμαίοι σεβάστηκαν την αυτονομία των ελληνικών πόλεων, και ο χριστιανισμός, που απλώθηκε γρήγορα στον Π., με τη βοήθεια των ελληνικών γραμμάτων, συνέβαλε στον πλήρη εξελληνισμό των διάφορων φύλων που κατοικούσαν στο εσωτερικό της χώρας. Στη Βυζαντινή εποχή, ο Π. υπήρξε μια από τις μεγάλες επαρχίες του ανατολικού τμήματος του κράτους, με πρωτεύουσα τη Νεοκαισάρεια. Άλλη σπουδαία πόλη ήταν η Ευδοκιάς (Τοκάτη)· επί Ιουστινιανού, πρωτεύουσα του Π. ήταν η Τραπεζούντας. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, από τους Σταυροφόρους, το 1204, ο Αλέξιος A΄ ο Μέγας Κομνηνός ίδρυσε νέο ανεξάρτητο κράτος με πρωτεύουσα την Τραπεζούντα· το τελευταίο αυτό ανεξάρτητο ελληνικό κράτος, που επέζησε 257 χρόνια, το κατέλυσε το 1461 ο Μεχμέτ (Μωάμεθ) ο Πορθητής. Ακολούθησαν βίαιοι εξισλαμισμοί και διώξεις του ελληνικού στοιχείου. Οι τόποι που έσφυζαν από ζωή ερημώθηκαν, γιατί για να σωθούν οι χριστιανοί κατέφυγαν στα δάση και στα όρη. Ακολούθησαν αιώνες θεληματικής αφάνειας, για να μην προκαλέσουν την προσοχή του κατακτητή· παρατηρήθηκε ότι στις περιφέρειες όπου υπήρχαν μοναστήρια, οι Έλληνες έμειναν πιστοί στη θρησκεία των προγόνων τους, παρ’ όλα τα δεινά της δουλείας. Οι κατακτητές σεβάστηκαν τα θρησκευτικά ιδρύματα όπου έβρισκαν άσυλο οι χριστιανοί. Τέτοια μοναστήρια ήταν: Παναγίας Σουμελά, Αγίου Ιωάννη Βαζελώνα, Αγίου Γεωργίου Περιστεριώτη, Αγίου Ιωάννη Γουντουρά, Αγίου Γεωργίου Χαλιναρά και Παναγίας Γουμερά. Εκτός από τους Έλληνες, που έμειναν πιστοί στη θρησκεία τους, υπήρχαν και μερικοί που φαινομενικά ασπάστηκαν το μωαμεθανισμό, για να αποφύγουν τους διωγμούς, στην πραγματικότητα όμως διατηρούσαν τη χριστιανική πίστη. Αυτοί ήταν οι κρυπτοχριστιανοί οι οποίοι ποντιακά λέγονταν κλωστοί ή γυριστοί. Ύστερα από σουλτανικές μεταρρυθμίσεις, όπως τοΧατ-ι-σερίφ(1839) και τοΧατ-ι-χουμαγιούν(1856), που αναγνώριζαν ισοπολιτεία στους υπηκόους της τουρκικής αυτοκρατορίας και διασφάλιζαν τη θρησκευτική ελευθερία, την τιμή και την περιουσία, αρχίζει νέα περίοδος και για τους Έλληνες του Π.· δραστήριοι, φιλοπρόοδοι και εργατικοί όπως ήταν, κατόρθωσαν να καταλάβουν την πρώτη θέση στην εμπορική και οικονομική κίνηση του τόπου τους. Μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο αναπτύσσεται η ατμοπλοΐα στον Εύξεινο Πόντο· η Τραπεζούντας, η Κερασούντας και η Σαμψούντας ξαναβρίσκουν την παλιά τους ακμή. Τελευταίος σταθμός της προόδου υπήρξε η πρώτη δεκαετία του 20ού αι.: οι Βαλκανικοί πόλεμοι (1912 – 1913) και ο A΄ Παγκόσμιος πόλεμος (1914) αποτελούν ορόσημα των δεινών του ελληνισμού του Π. Με το πρόσχημα της ασφάλειας των Παραλίων, οι Τούρκοι εφαρμόζουν τη μέθοδο του εκτοπισμού· οι Ρώσοι προελαύνουν δια ξηράς έως την Αργυρούπολη και κυριεύουν από τη θάλασσα την Τραπεζούντα. Οι κακουχίες από την εξορία και οι ομαδικές σφαγές αποδεκατίζουν τον ελληνισμό του Π.: σε 200.000 υπολογίζονται τα θύματα της μισαλλοδοξίας. Πολλοί ακολουθούν τα ρωσικά στρατεύματα που εγκαταλείπουν τον Π. το 1917 και μεταναστεύουν στη Ρωσία. Οι υπόλοιποι, εγκαταλείποντας κι αυτοί τις πατρογονικές εστίες, έρχονται στην Ελλάδα το 1923, σύμφωνα με τη συνθήκη της Λοζάννης περί ανταλλαγής των πληθυσμών. Ποντιακή διάλεκτος. Η σημαντικότερη σε εξάπλωση από τις νεοελληνικές διαλέκτους. Ήταν διαδομένη σε 800 περίπου χωριά, στα νότια παράλια του Εύξεινου Π., μεταξύ της Σινώπης στα Δ και της Ριζούντας στα Α. Τη μιλούσαν ακόμα οι Έλληνες της νότιας και νοτιανατολικής Ρωσίας. Σήμερα η ποντιακή ομιλείται από τους Πόντιους που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα μετά το 1922, όσους Πόντιους έμειναν στην Τουρκία, τους ελληνόφωνους Τούρκους και τους Πόντιους της Ρωσίας. Η ποντιακή μπορεί να χωριστεί σε 3 ομάδες: τα οινουντιακά (δυτικά ποντιακά), τα τραπεζουντιακά (ανατολικά) και τα χαλδιώτικα (νοτιοανατολικά). Στη φωνητική, τα κύρια γνωρίσματα της διαλέκτου είναι: α) διατήρηση της αρχαίας προφοράς του η σαν e: νύφε, άκλερος· β) τα συμπλέγματα iα και eo με άτονο i συναιρέθηκαν σε ä, ö: κορίτζä, σπέλöν (= σπήλαιον). Αν τονίζονται τα i, e, τα συμπλέγματα ia, ea κλπ. μένουν ασυνίζητα: καρδία, παντρεία, βασιλέας· γ) διατηρείται το τελικό ν: παιδίον, έρθεν, αλλά και προστίθεται αναλογικά: χώμαν, στόμαν δ) το χ προφέρεται σαν παχύ σ πριν από ε, z: έσει, βέσετε (=βήχετε)· ε) τροπή του σφ σε σπ: σπίγγω, σπιντόνα (= σφίγγω, σφεντόνα)· στ) αποβολή του τ στα εμπρόθετα άρθρα στα, στον κλπ.: ση μάναν, σα κλαδία. Στη μορφολογία, τα κύρια γνωρίσματα της διαλέκτου είναι: α) η χρήση των άρθρων, επιθέτων και αντωνυμιών ουδέτερου γένους με ονόματα αρσενικά και θηλυκά: τα ημέρας· β) τα έναρθρα αρσενικά σε -ος λήγουν, ως υποκείμενα, σε -ον: ο λύκον, ο δäβολον- γ) η κατάληξη του παρατατικού σε (i) να: εχτίζ(ι)να (= έχτιζα) και του παθητικού αορίστου σε -θα: εκοιμήθα· δ) η κατάληξη των παθητικών ρημάτων σε -κουμαι, -ίσκουμαι, -ίουμαι, και των σε -ώνω σε -ούμαι: γράφκουμαι, ανακατούμαι (= γράφομαι, ανακατώνομαι)· ε) τα θηλυκά επίθετα σε -εσσα, -ισσα, -αινα: ασπρέσσα, μεγάλισσα, ανοιχτομάταινα· στ) η κατάληξη της γενικής των δευτεροκλίτων σε -ονος: τι κόσμονος (= του κόσμου)· ζ) ιδιόρρυθμοι αρθρικοί και αντωνυμικοί τύποι· η) το μόριο κι (= δεν, από το ιωνικό ουκί) κ.ά. Ποντιακοί χοροί. Οι ποντιακοί χοροί χορεύονται σε κύκλο από άντρες και γυναίκες, που κρατούν το σώμα στητό, τα πόδια λίγο ανοιχτά, πιάνονται από τους καρπούς κι έχουν τα χέρια άλλοτε υψωμένα κι άλλοτε με λυγισμένους τους αγκώνες προς τα κάτω. Τα μικρά βήματα των χορευτών τα ακολουθούν πιστά ρυθμικές και συγχρονισμένες κινήσεις των μελών του σώματος, ιδίως των γλουτών. Οι χοροί συνοδεύονται με την ποντιακή λύρα (κεμεντζέ), που συνήθως την παίζει ένας από τον όμιλο χορεύοντας και τραγουδώντας δίστιχα, αλλά μερικές φορές στέκεται και στη μέση του κύκλου. Στις υπαίθριες γιορτές μεταχειρίζονται το τουλούμ ή ασκί (γκάιντα) και ζουρνά-νταούλι ή κεμεντζέ-ντέφι. Ο αντιπροσωπευτικότερος ποντιακός χορός είναι ησέρα–από το όνομα ενός ποταμού κοντά στην Τραπεζούντα– που πολλοί τον ταυτίζουν με τον αρχαίο πυρρίχιο. Πρόκειται για πολεμικό ανδρικό χορό, που τον χορεύουν με την παραδοσιακή μαύρη στολή τους, με το κεφάλι σκεπασμένο μ’ ένα μαύρο μαντήλι χαρακτηριστικά δεμένο, και με όπλα. Στην πρώτη στροφή οι χορευτές, πιασμένοι με τα χέρια υψωμένα, χορεύουν ομαλά. Στη δεύτερη στροφή, εκτελούν ρυθμικές κινήσεις μπροστά-πίσω με τα χέρια, ενώ σκύβουν κάνοντας μικρά κοφτά βήματα. Στην τρίτη στροφή ορθώνονται και αναπηδούν. Κατά τη διάρκεια της στροφής αυτής ένας χορευτής, συνήθως ο πρωτοχορευτής, βγάζει κάθε τόσο μια πολεμική ιαχή. Η σέρα ονομάζεται και λάζικος χορός. Μικρές παραλλαγές της αποτελούν το οφίτικο, το σαρακοστιανό, το αρδασσινό, τηςΚώστερεςκ.ά. Άλλος ποντιακός χορός πολύ διαδομένος είναι τοομάλ, κυκλικός επίσης, που χορεύεται από άντρες και γυναίκες. Παραλλαγές του είναι τοομάλ κερασουντέικος, τοομάλ σαμψουντέικοςή κοτσιχτόν ομάλκαι οτραπεζουντέικος(με το τραγούδι Λεμόνα). Άλλος χορός είναι τοτικ, μονό(λαγκεφτόν) ή διπλό. Χορεύεται σε γραμμή ή σε κύκλο, από γυναίκες και άντρες, κοντά ο ένας στον άλλο, με τους αγκώνες λυγισμένους προς τους ώμους. Άλλοι χοροί του Π. είναι ητρυγόνα, τοείκοσι ένα, ησερανίτσαή ψευτοσέρα, τοκότοαρι, οπαϊπούτ, ηλετσίνα κ.ά. Το σελτζουκικής τέχνης τζαμί στη Σεβάστεια. Η ποντιακή λίρα ή κεμεντζές, λαϊκό μουσικό όργανο που παίζεται χωρίς συνοδεία. Πολλές φορές όμως παίζουν ταυτόχρονα δυο και τρεις λυράρηδες. Άποψη της Κερασούντας. Το μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά. Μία τοιχογραφία από το μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά. Η Αμάσεια, πατρίδα του Στράβωνα.
* * *
(I)
ο, ΝΜΑ
1. η θάλασσα, ιδίως η ανοιχτή, το πέλαγος
2. ως κύριο όν. ο Πόντος
η χώρα που βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα τής Μικράς Ασίας
3. φρ. «Εύξεινος Πόντος» ή, απλώς, «Πόντος» — εσωτερική θάλασσα μεταξύ Ευρώπης και Ασίας η οποία συγκοινωνεί βορείως με την Αζοφική και νοτίως με την Προποντίδα, η Μαύρη Θάλασσα
αρχ.
1. θαλάσσια έκταση προσδιορισμένη γεωγραφικά («τῇσι ἐν τῷ Αἰγαίῳ πόντῳ νήσοισι», Ηρόδ.)
2. (στον Ηρόδ. ως κύριο όν.) η Μεσόγειος Θάλασσα
3. μτφ. πλήθος
4. (στη μυθ. ως κύριο όν.) προσωποποίηση ή γενική έννοια τού υγρού θαλάσσιου στοιχείου, γιος τής Γαίας και πατέρας τού Νηρέως
5. φρ. «πόντου γέφυρα» ή «πόντου πύλαι» — ο Ισθμός τής Κορίνθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητική κυρίως λ., η οποία ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *pont(h)āx «δρόμος, γέφυρα, μονοπάτι» (< *pent- «μπαίνω, πηγαίνω») και συνδέεται με τ. πολλών άλλων γλωσσών, οι οποίοι εμφανίζουν μεγάλη ποικιλία μορφών, όπως: αρχ. ινδ. panthāh, pathā, αβεστ. pant «μονοπάτι, δρόμος», αρχ. πρωσ. pintis. Τον ίδιο φωνηεντισμό με την ελλ. λ. πόντος εμφανίζει το λατ. pons, pontis «γέφυρα», καθώς και τ. τών νεώτερων γλωσσών, πρβλ. γαλλ. pont «γέφυρα», γερμ. Ponton «πλωτή γέφυρα», αγγλ. pontoon «πέρασμα, πορθμείο, πλωτή γέφυρα». Οι περισσότεροι από τους τ. αυτούς έχουν τη σημ. «μονοπάτι, γέφυρα, διάβαση, δρόμος που ανοίγεται μέσα από εμπόδια». Επομένως και η ελλ. λ. πόντος πρέπει να σήμαινε αρχικά «διάβαση, πέρασμα τής θάλασσα, πορθμός» (πρβλ. Ελλήσ-ποντος) και στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε για να εκφράσει γενικότερα τη θάλασσα, το πέλαγος, ακολουθώντας μια σημασιολογική εξέλιξη αναμενόμενη για έναν λαό ναυτικό, όπως ο ελληνικός, ο οποίος χρησιμοποίησε τη θάλασσα ως πέρασμα από τη μια χώρα στην άλλη. Στη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ίδια ρίζας (pņthә-) θα μπορούσε πιθ. να αναχθεί και η λ. πάτος με σημ. «μονοπάτι, δρόμος που πατιέται συχνά» (βλ. και λ. πατώ). Τέλος, η λ. απαντά πιθ. και στη Μυκηναϊκή στους τ. po-to, po-teu και στο ανθρωπωνύμιο poteus, αν αυτό αντιστοιχεί με το Ποντεύς (< πόντος).
ΠΑΡ. ποντιάς, ποντίζω, πόντιος
αρχ.
ποντόθεν, ποντόνδε
αρχ.-μσν.
ποντικός (Ι), ποντῶ
νεοελλ.
ποντιακός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ποντοπόρος
αρχ.
ποντάρχης, ποντοβαφής, ποντόβροχος, ποντογενής, ποντοθήρης, ποντοκράτωρ, ποντοκύκη, ποντομέδων, ποντοναύτης, ποντοπαγής, ποντοπλάνητος, ποντοπλάνος, ποντοπλόος, ποντοποσειδών, ποντοτίνακτος, ποντοφάρυξ, ποντοχάρυβδις
μσν.
ποντοβαίνω, ποντοβάμων, ποντογείτων, ποντογέφυρα
νεοελλ.
ποντοπλοΐα. (Β' συνθετικό) αρχ. οπισθόποντος, χαραξίποντος].
————————
(II)
και πούντος, ο, Ν
1. το ένα εκατοστό τού μέτρου, το εκατοστόμετρο
2. (στα τυχερά παιχνίδια, ιδίως στα χαρτοπαίγνια) υποθετικό σημείο που λαμβάνεται ως μονάδα βαθμολογικής μέτρησης
3. (σε αθλητικούς αγώνες) υποθετικό σημείο που χρησιμοποιείται κατά τη βαθμολόγηση τών επιτυχιών
4. καθένα τραπουλόχαρτο ή καθένας από τους αριθμούς που χρησιμοποιούνται στα τυχερά παιχνίδια για να ποντάρει ο παίκτης
5. μικρή θηλεια που γίνεται κατά το πλέξιμο («μού έφυγε ένας πόντος, στην αριστερή κάλτσα»)
6. φρ. α) «είναι (γερός) πόντος» — είναι απατεώνας, είναι άνθρωπος στον οποίο δεν μπορεί κανείς να έχει εμπιστοσύνη
β) «ρίχνω πόντους» — προσπαθώ να βολιδοσκοπήσω με υπαινιγμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. ponto «άκρη, μύτη»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Πόντος — sea masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόντος — sea masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόντος — ο (λ. ιταλ.) 1. το ένα εκατοστό του μέτρου, εκατοστόμετρο, δάχτυλος: Πέντε πόντους πάχος. 2. μονάδα μέτρησης σε παιχνίδι: Το παιχνίδι θα τελειώσει στους 100 πόντους. 3. θηλιά πλεχτού υφάσματος, κυρ. γυναικείας κάλτσας: Έφυγαν από την κάλτσα της… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Εύξεινος Πόντος ή Μαύρη θάλασσα — Εσωτερική θάλασσα (460.000 τ. χλμ.) που περικλείεται από την Τουρκία, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, την Ουκρανία, τη Ρωσία και τη Γεωργία. Συγκοινωνεί με τη Μεσόγειο θάλασσα με το στενό του Βοσπόρου, την Προποντίδα και τα στενά των Δαρδανελίων. Οι… …   Dictionary of Greek

  • Πόντω — Πόντος sea masc nom/voc/acc dual Πόντος sea masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόντω — πόντος sea masc nom/voc/acc dual πόντος sea masc gen sg (doric aeolic) ποντίζω plunge pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ποντίζω plunge imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ποντόω throw into the sea pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Евксинский Понт — (Πόντος Εΰξεινος) древнее название Черного моря. Раньше, по преданию, оно называлось П. Αξεινος, т. е. негостеприимным, по причине бурь; но когда, начиная с VII в., берега его покрылись греческими колониями, оно стало называться Е., т. е.… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ποντόφιν — πόντος sea masc dat (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πόντε — Πόντος sea masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόντε — πόντος sea masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”